Το Invisible Man είναι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του H. G. Wells, το οποίο έχει μεταφερθεί πολλάκις στην μεγάλη και μικρή οθόνη αλλά και σε κόμικς και σε ράδιο. Είναι ένα φαινόμενο της μαζικής ποπ κουλτούρας και αποδεικνύει ότι μετά από παραπάνω από 12 προσαρμογές της ιστορίας σε κινηματογραφικά και τηλεοπτικά έργα και πάνω από 120 χρόνια αργότερα -έχοντας εκδοθεί το 1897-, μερικές πνευματικές παρακαταθήκες με την πάροδο του χρόνου δεν σβήνουν ούτε χάνουν την σχετικότητα τους. Αν μη τι άλλο, το στοιχείο του φόβου όχι μόνο συνεχίζει να πουλάει, αλλά σήμερα, ειδικά στον κινηματογράφο χαράζει ολοένα ανοδική πορεία και το κοινό έχει εισαχθεί σε μια νέα εποχή · αυτή του σύγχρονου τρόμου.
Η ταινία Ο Αόρατος Άνθρωπος (2020) είναι μια ακόμη προσπάθεια της Universal να κρατήσει ζωντανό, ή μάλλον να επανεκκινήσει το Dark Universe της. Αυτό δεν είναι περίεργο εφόσον κι άλλα τέτοια κινηματογραφικά saga ή σύμπαντα έχουν ως επί το πλείστον, συναντήσει μεγάλη επιτυχία και cult ακόλουθους. Η κακή αρχή με το σύμπαν των τεράτων της Universal, έγινε με το The Mummy (2017) όπου στόχευσε πολύ ψηλά με το A-list καστ της και το μεγάλο μπάτζετ της. Η προσέγγιση τώρα όμως αλλάζει. Ο Αόρατος Άνθρωπος πρόκειται για ένα μικρότερο εγχείρημα αλλά σίγουρα πιο φιλόδοξο, έχοντας τον Leigh Whannell να εκτελεί χρέη σκηνοθέτη και σεναριογράφου, γνωστό για τις ταινίες Saw (2004), Upgrade (2018) και τις Insidious.
Η ιστορία του αόρατου ανθρώπου είναι κατά βάση επιστημονικής φαντασίας, όμως ο Whannell την έχει προσαρμόσει σε ένα θρίλερ με ένα εύστοχα μοντέρνο τρόπο χωρίς να εγκαταλείπει το sci-fi στοιχείο και το αρχετυπικό θεματικό νήμα του φόνου, της παραφροσύνης και του χάους. Παρόλο που πρόκειται για φιλμ τρόμου και κανείς θα περίμενε απανωτά jumpscares και δυνατούς ήχους, η ταινία έχει δεσμευτεί στο ψυχολογικό κομμάτι και στο πως τα γεγονότα που βλέπουμε επηρεάζουν την πρωταγωνίστρια. Οπότε ο σκηνοθέτης αφήνει την φαντασία μας να οργιάζει με κενά πλάνα, υπαινιγμούς κάμερας και απόλυτη ησυχία σε πολλές σκηνές, με σκοπό ενώ ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να δούμε έναν αόρατο άνθρωπο, να ψάχνουμε διαρκώς για στοιχεία ή ήχους που μπορεί να προδώσουν το που βρίσκεται. Η ταινία χτίζει πολύ ένταση, ειδικά στα δύο πρώτα μέρη που είναι και αρκετά πιο αργά στην πλοκή σε σχέση με το τρίτο και τελευταίο, πιο γεμάτο δράση μέρος. Το σασπένς και τα δύο πρώτα μέρη της ταινίας είναι τα δυνατά χαρτιά, όπως είναι και η Elisabeth Moss που παίζει την Cecilia Kass, που μαζί με το κοινό, αρχικά διαισθάνεται και αργότερα αντιλαμβάνεται την παρουσία κάποιου, προσδίδοντας έτσι στην παράνοια και την ένταση. Με επιτυχία η Moss αποτυπώνει στην ερμηνεία της μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα βίας, ψυχολογικού εκφοβισμού και ελέγχου από έναν ψυχοπαθή και καταχρηστικό σύντροφο. Αλλά δεν τα βάζει κάτω ούτε όταν φαίνεται ότι δεν μπορεί να του ξεφύγει και στον θάνατό του, ούτε όταν είναι μόνη και απελπισμένη κάποιος να την πιστέψει. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι το όνομα της πρωταγωνίστριας Cecilia, έχει ρίζες από το Λατινικό Caecus, που σημαίνει τυφλός.
Και ενώ βρισκόμαστε στην απαρχή μιας νέας εποχής τρόμου στον κινηματογράφο (διαβάστε το άρθρο μας πάνω στον σύγχρονο τρόμο εδώ), δεν γίνεται κανείς να μην κοιτάξει πίσω σε σπουδαίες παραγωγές και συγκεκριμένα, στην περίπτωσή μας, στο Candyman (1992). The Invisible Man του Leigh Whannell, έχει επηρεαστεί από τον ψυχολογικό τρόμο που μπορεί να προκαλέσει μια αόρατη απειλή, που μόνο το κοινό και συγκεκριμένοι χαρακτήρες μπορούν να αντιληφθούν. Κανείς χρειάζεται να συγκρίνει τις σκηνές και από τις δύο ταινίες, όπου οι πρωταγωνίστριες βρίσκονται έγκλειστες σε ψυχιατρική κλινική, κατηγορούμενες ενός εγκλήματος που δεν έχουν διαπράξει, έχοντας εξοριστεί από μια κοινωνία που δεν τις πιστεύει και έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη των κοντινών τους ανθρώπων αλλά και την εμπιστοσύνη στις αισθήσεις τους – συγκεκριμένα την όραση.
Σχετικά με τον Author
Η ζωή του φαίνεται να βρίσκεται σε beta version, το οποίο βασικά σημαίνει «ακόμα δεν λειτουργεί». Για αυτό αναζητά καταφύγιο στα σινεμαδάκια της Αθήνας και την θαλπωρή της μεγάλης οθόνης. Αδιόρθωτος σινεφίλ και παθιασμένος με την τέχνη, το γιατί επέλεξε να γίνει Software Engineer, μόνο αυτός το ξέρει .